ανισόπεδη διάβαση

ανισόπεδη διάβαση
Οδική ή σιδηροδρομική γέφυρα που περνά από άλλο δρόμο σε χαμηλότερη στάθμη. Η κατασκευή αυτού του είδους έργων είναι αναγκαία όταν οι δύο δρόμοι βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη, από φυσικούς λόγους. Συχνά όμως η διαφορά ύψους δημιουργείται τεχνητά για τον έναν από τους δύο δρόμους, με τη βοήθεια πρανών, ώστε να αποφεύγονται διασταυρώσεις στην ίδια στάθμη, κάτι που είναι ταυτόχρονα εμπόδιο και κίνδυνος για τη σύγχρονη ταχεία κυκλοφορία. Έτσι, σε πολλούς δρόμους ιδιαίτερης σημασίας γίνονται α.δ. στα σημεία όπου υπάρχει ανάγκη έργων του είδους αυτού. Στους αυτοκινητόδρομους φροντίζεται οπωσδήποτε να κατασκευάζονται α.δ., ώστε να αποκλείεται συστηματικά οποιαδήποτε διασταύρωση που θα εμπόδιζε την κυκλοφορία και θα ήταν επικίνδυνη. Σύμπλεγμα ανισόπεδων κόμβων στον Ισθμό της Κορίνθου. Οι ανισόπεδες διαβάσεις διευκολύνουν την κυκλοφορία στα σημεία όπου υπάρχουν διασταυρώσεις ή άλλα εμπόδια. Οι διαβάσεις αυτές είναι απαραίτητες στους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους, αλλά και στις μεγαλουπόλεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • ανισόπεδος — η, ο αυτός που δεν είναι ισόπεδος: Για να πας στο χωριό θα ακολουθήσεις μια ανισόπεδη διάβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδηροδρομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικό όχημα» β. «σιδηροδρομικός σταθμός») 2. αυτός που γίνεται με τον σιδηρόδρομο (α. «σιδηροδρομικές μεταφορές» β. «σιδηροδρομικό ταξίδι») 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”